My Photo
Name:
Location: Greece

Η Υποκρισία Είναι Η Βαζελίνη Της Κοινωνικής Επαφής

Saturday, December 09, 2006

Φλερτ (κοινώς, «ψηστήρι») [22/5.2006]

Δύσκολο πράγμα το φλερτ. Ακατανόητο. Οι θεωρίες περί «συγχρονισμού» και «προσεκτικής επιλογής λέξεων» με αφήνουν αδιάφορο, όχι γιατί θεωρώ ότι δεν έχουν κάποια βάση αλλά επειδή δεν κατέχω την τέχνη. Ούτε στο ελάχιστο. Ευτυχώς δε μου έχουν τύχει αντιδράσεις σαν αυτή που συνέβη σε ένα φίλο, ο οποίος προσφέρθηκε να κεράσει μια κοπέλα σε ένα μπαρ και αυτή, φέρνοντας την παλάμη της στο μετωπό της του είπε «αγορίνα, από πούτσο είμαι ως εδώ».


Εδώ που τα λέμε, ακόμη και να κατείχα την τέχνη, έχει περάσει καιρός από τότε που φλέρταρα, τόσος ώστε να με κάνει να έχω ξεχάσει τη διαδικασία. Στην πραγματικότητα, θέλω να πιστεύω ότι δεν υπάρχει συγκεκριμένη διαδικασία. Είμαι οπαδός του αυθόρμητου, όσο κι αν αυτό συνοδεύεται από συχνές γκάφες, τουλάχιστον στην περίπτωσή μου. Τα προβλήματα είναι συνήθως σπασμένα ποτήρια, χυμένα ποτά, καψίματα με τσιγάρα, παραπατήματα, σαβούρτες («σούπες» για τους Αθηναίους) και, κυρίως, ατάκες ετεροχρονισμένες, άστοχες και ελαφρώς προσβλητικές.


Ένα από τα χειρότερα που μου συνέβη ήταν όταν κανόνισα ραντεβού με μια κοπέλα στην Πλατεία Ελευθερίας, στο λιμάνι της πόλης. Αμέσως μόλις συναντηθήκαμε κάτω από ένα εκ των τεραστίων δέντρων της πλατείας, ένα πουλί με κουτσούλησε.

Μια άλλη φορά, γυρνώντας στο σπίτι μετά από αποτυχημένο ραντεβού, ανακάλυψα ότι το φερμουάρ του καβάλου μου ήταν κατεβασμένο. Κλασικά πράγματα, αναμενόμενα.

Σε μια τρίτη περίπτωση, μετά από διάφορα ποτά και συζητήσεις, ανακαλύψαμε ότι στο παρελθόν είχα σχετιστεί με την αδερφή της κοπέλας. Άλλη μια αποτυχία.

Βέβαια, οι πιο ηλίθιες γκάφες είναι εκείνες που διαπράττει κανείς νομίζοντας ότι είναι εξυπνάδες.

Η αποτυχία μου, φυσικά, είναι ολοκληρωμένη. Τι εννοώ; Με το ξεκίνημα του ραντεβού, υπάρχει το δίλημμα: «να της αναθέσω - από ευγένεια - την επιλογή του μέρους (μπαρ, καφέ, παγκάκι κλπ) ή να αποφασίσω εγώ, δείχνοντας θέληση και μαχητικότητα;». Εννοείται πως, σχεδόν σε κάθε περίπτωση, επέλεγα το αντίθετο από αυτό που χρειαζόταν. Αλλά πώς μπορεί να ξέρει κάποιος;

Ένα άλλο μεγάλο πρόβλημα ήταν (λέω «ήταν» επειδή θέλω να πιστεύω πως δεν «είναι» πλέον) η νευρικότητα. Πέραν του ότι δεν μπορούσα με τίποτα να κάτσω ήρεμος στην καρέκλα μου (εκτός και αν ήμουν «βαρέως κατεσταλμένος»), ίδρωνα, κοκκίνιζα, απέφευγα τα βλέμματα και έλεγα ύψιστες μαλακίες. Η φωνή μου πηδούσε από οκτάβα σε οκτάβα τόσο συχνά ώστε, τη μιά ακουγόμουν σα να είχα εισπνεύσει ήλιο και την άλλη σαν τον τραγουδιστή των Lordi μετά από τραχειοστομία. Όπως και να είχε το πράγμα, φαινόμουν τελείως «μη κανονικός», ακόμη και στους άσχετους που κάθονταν στα διπλανά τραπέζια.

Τώρα που το θυμήθηκα: μια φορά μου ξέφυγε μια θορυβώδης πορδή... ευτυχώς η κοπέλα ήταν Κνίτισσα και δεν την άγγιζαν οι απρογραμμάτιστες σωματικές λειτουργίες (για καλό το λέω, τα άσχημα της συγκεκριμένης περίπτωσης εντοπίζονταν αλλού).

Ένα άλλο πρόβλημα ήταν το ντύσιμο. Η γκάμα των χρωμάτων που διακρίνει τη γκαρνταρόμπα μου ξεκινά από το μαύρο και καταλήγει στο μαύρο. Τα περισσότερα πανταλόνια μου έχουν μπαλώματα στο καβάλο. Φοράω φανελάκια αντί για Τ-shirt. Τα παπούτσια μου είναι απαρχαιωμένου στιλ (so they say). Όλα φτηνά προϊόντα, αποτέλεσμα της τάσης μου να ενισχύω το λαθρεμπόριο «εξ ανατολών» και, παράλληλα, να κάνω οικονομία.
Bέβαια, ένα ραντεβού είναι και ένας λόγος να φορέσω κάτι πιο chic! Όπερ εστιν, κανένα πιο κυριλέ πανωφόρι η πανταλόνι. Εννοείται πως όταν επιχειρούσα μια τέτοια γενναία κίνηση, είτε η κοπέλα ήταν ντυμένη απλά, είτε οι επιλογές μου (είπαμε, αδυνατώ να κατανοήσω χρωματικούς κώδικες) ήταν για τα καρναβάλια. Ευτυχώς, σταμάτησα να ασχολούμαι με το συγκεκριμένο πρόβλημα και τώρα ντύνομαι όπως θέλω. Στα λόγια είναι το πρόβλημα.

Δε θα έλεγα πως είμαι και ο πιο γλυκομίλητος άνθρωπος. Καταρχήν, η προφορά μου - πέρα από το παχύ νεαπολίτικο «λ» - χαρακτηρίζεται από μερικές ιδιαιτερότητες. Πάντοτε ξεχωρίζω τις συλλαβές, τονίζοντάς τες με έμφαση. Δε λέω «σκουπίδια» αλλά «σκουπί-δι-α» (το ίδιο ισχύει για τα μύδια, τα αρχίδια, τα καλαμάρια, τα πεπόνια κ.ο.κ.). Χρησιμοποιώ λέξεις εξεζητημένες και απαρχαιωμένες, λόγω συνήθειας. Έχω κακό χιούμορ. Είμαι αθυρόστομος όταν δεν πρέπει. Άλλες φορές τα βγάζω με το τσιγκέλι και άλλες με πιάνει λογοδιάρροια. Κυρίως, δεν είμαι ικανός να διακρίνω ποια θέματα «ταιριάζουν» για συζήτηση σε ένα ερωτικό ραντεβού. Μπορεί η κοπέλα να με κοιτά στα μάτια δείχνοντάς μου τον καρπό της (ένδειξη ενδιαφέροντος σύμφωνα με τον Alan Pease στο βιβλίο του «Η Γλώσσα του Σώματος» - παπαριά μου ακούγεται) κι εγώ να της κάνω διάλεξη για το πλαγκτόν και τα «διάτομα» και τα «δινομαστιγωτά» (τα «δινομαστιγωτά» μοιάζουν με αξίνες. Όλα τα άλλα είναι «διάτομα»)! Γενικώς, χέσε μέσα.

Όταν δε φτάσει η ώρα των σωματικών ενδείξεων, εκεί γίνεται μπουρδέλο η κατάσταση. Πότε πρέπει να της πιάσω το χέρι; Πώς να της το πιάσω ώστε να μη νιώθει σα να της μετρώ τους σφυγμούς; Πότε είναι η κατάλληλη στιγμή να φιληθούμε και πώς ξεχωρίζω αν θέλει ή απλώς πλησιάζει το πρόσωπό της στο δικό μου για να μου πει κάτι εμπιστευτικά; Τι γίνεται μετά; Με ποια λόγια να συνδυάσω ένα τέτοιο συμβάν; Μήπως βρωμάει η ανάσα μου; Oι μασχάλες μου; Την ενοχλεί η αξυρισιά μου; Αηδιάζει με το σπυράκι στη μύτη μου; Πώς τα μετριάζω όλα αυτά; Γιατί δε γελάει με τα αστεία μου; Μήπως είμαι μαλάκας;

To πιθανότερο είναι ότι είμαι μαλάκας. Και κάγκουρας επίσης. Μπορεί να μη μιλήσω καθόλου για ποδόσφαιρο ή αυτοκίνητα αλλά σίγουρα θα ξεστομίσω τις καγκουριές μου. Και σε τι φταίει η καημένη η κοπέλα για να είναι αναγκασμένη να κάθεται στο ίδιο τραπέζι με έναν κάγκουρα; Έχετε υπ' όψιν σας τους κάγκουρες; Ευκαιρία να γράψω σχετικό ποστ, τώρα που το σκέφτομαι...

Εδώ που τα λέμε, όλο λέω ότι δεν θα «προετοιμάσω» τίποτα αλλά όταν έρχεται η ώρα του ραντεβού, χάνω τον αυθορμητισμό μου. Είπαμε, η υποκρισία είναι η βεζελίνη της κοινωνικής επαφής αλλά, μην το γαμάμε κιόλας. Βέβαια, η τελευταία φορά που φλέρταρα ήταν πριν ενάμισυ χρόνο. Παπάρια φλερτ δηλαδή, η κοπέλα μου την έπεσε. Άλλο πάλι και τούτο...

Μα τι σκατά συμβαίνει;

0 Comments:

Post a Comment

<< Home