My Photo
Name:
Location: Greece

Η Υποκρισία Είναι Η Βαζελίνη Της Κοινωνικής Επαφής

Saturday, December 09, 2006

Ηθική (3/5/2006)

Ο Έλληνας είναι περίεργο φρούτο. Η ιστορία του έχει να αναδείξει φοβερά στοιχεία, με αποκορύφωμα - για μένα - τη φιλοσοφική σκέψη. Αξιοσημείωτο, αν σκεφτεί κανείς ότι έλαβε χώρο σε μια εποχή που για τους υπόλοιπους λαούς τα βασικά ένστικτα καταλάμβαναν τη πλειονότητα των προτεραιοτήτων τους. Ωστόσο, ο Έλληνας είναι σήμερα ένα λαμπρό παράδειγμα αμοραλισμού και «προσαρμοσμένης» ηθικής. Απεναντίας, ο Σουηδός π.χ., ο απόγονος των «βαρβάρων» Βίκινγκς αποτελεί παράδειγμα ηθικού και λογικού ανθρώπου. Ακούγονται «ξύλινα» όλα αυτά, ε; Έτσι πρέπει. Δεν μπορώ να εκφραστώ διαφορετικά επί του θέματος.

Όταν σπούδαζα στην Αγγλία, ανάμεσα σε άλλα, παρακολούθησα και ένα μάθημα με τον τίτλο Greek Life & Thought. Άκρως ενδιαφέρον, ειδικότερα γιατί τα εγχειρίδια ήταν γραμμένα από μη Έλληνες και, επομένως, υπήρχε η αυξημένη πιθανότητα να είναι αρκετά αντικειμενικά, εφ' όσον στηρίζονταν απλά και μόνο στη μελέτη και την ανάλυση αρχαιολογικών ευρημάτων και γραπτών πηγών της εποχής. Μεγάλο πρόβλημα αποτελούσε για μένα το σκέλος του μαθήματος με τον τίτλο Greek Homosexuality (ξέρω ότι κάποιοι από σας ήδη ακονίζετε τα μαχαίρια σας). Τελικά, όσο πιο αντικειμενικά γίνεται, υπήρχε κοινωνικά αποδεκτη ομοφυλοφιλία και παιδεραστία εκείνα τα χρόνια. Τι να κάνουμε, ήταν κι αυτό μέρος της ζωής των αρχαίων Ελλήνων, είτε το θέλουμε, είτε όχι.

Το θέμα μου όμως δεν είναι η ομοφυλοφιλία. Είναι η ηθική. Και ξεκινώ με το πρώτο πράγμα που έμαθα στο μάθημα εκείνο: Ancient Greece is an open-door society. Αυτή η φράση ίσως κρύβει την απάντηση - εν μέρει - στο ερώτημα που αφορά την ανηθικότητα του σύγχρονου Έλληνα. Open-door Society θα πεί «οίκος» και «δήμος» και η σχέση αλληλεξάρτησης και σύγκρουσης που έχουν αυτές οι δύο έννοιες. Μια κοινωνία με ανοιχτές πόρτες έχει να κρύψει πολλά και τίποτα. Μια κοινωνία με ανοιχτές πόρτες, όπου ο γείτονας σου συνδιαιτάται και συν-μπεκροπίνει προσπαθώντας να βρει απαντήσεις στα γιατί της ύπαρξης είναι ευλογία. Το να έχεις τη δυνατότητα να ακούσεις, να ρωτήσεις, να μάθεις και να κρίνεις φιλοσοφικά ερωτήματα και θεωρίες στις φάσκιες τους είναι ευλογία. Το να υπάρχεις ανάμεσα σε ανθρώπους με απορίες είναι ευλογία. Γιατί λοιπόν καταλήξαμε να είμαστε τόσο ανήθικοι;

Ο Σαρτρ, όταν κατηγορήθηκε ότι, παρά την εμμονή του στο να προωθεί τον υπαρξιστικό τρόπο ζωής, αυτός ζούσε τρυφηλά σε επαύλεις, είπε: «αν με σταματήσει κάποιος στο δρόμο για να με ρωτήσει πού βρίσκεται η τάδε περιοχή, εγώ μπορώ να του δείξω το σωστό δρόμο για να βρεθεί εκεί, αυτό όμως δε σημαίνει ότι θα τον ακολουθήσω κιόλας». Μακάρι να συνέβαινε αυτό στους Νεοέλληνες. Η διαφορά είναι ότι αγνοούμε τα πάντα που αφορούν στα φιλοσοφικά επιτεύγματα των «προγόνων» μας, ειδικότερα στον τομέα της ηθικής. Κι όμως, δε γίνεται να εξαλειφθεί μια ηθική. Πρέπει να αντικατασταθεί από μια άλλη. Έρχεται λοιπόν μια άσχετη θρησκεία, σου λέει «ξεφορτώσου τις ελευθεριάζουσες απόψεις σου περί ζωής, συνύπαρξης, έρωτα, φιλίας, ανθρωπομορφισμού, αμφισβήτησης και ελέγχου και πάρε έτοιμη μια νέα, απλή αλλά αρμόζουσα ηθική για να ζεις. Πάρε έναν απροσδιόριστο μεταφυσικό φόβο για να ελέγχεις τα 'πάθη' σου και ζήσε». Κι έτσι έγινε. Γιατί η δίψα για μάθηση, για απαντήσεις, για έρωτα, για συνύπαρξη και ανταλλαγή απόψεων είναι «πάθη». Είναι «δηλητήρια». Φαρμακώνουν την «αγνότητα».

Δεν πιστεύω σε θεούς και το ξέρετε. Δεν έχω «λαδώσει» ποτέ κανέναν. Δεν έβαλα ποτέ μέσο για τίποτα. Δεν έχω πάρει ποτέ τη σειρά άλλου. Σηκώνομαι πάντα για να καθήσουν οι ηλικιωμένοι στο λεωφορείο. Δεν διπλοπαρκάρω ποτέ. Δεν κοροϊδεύω κανέναν για κανένα λόγο. Δεν εκμεταλλεύτηκα ποτέ μια κατάσταση για να αποκομίσω υλικά οφέλη. Μιλάω πάντα στον πληθυντικό. Λέω «παρακαλώ» κι «ευχαριστώ». Και πολλά άλλα. Κι όμως, δεν πίστεψα ποτέ μου σε τίποτε μεταφυσικό, ούτε και εφάρμοζα έναν συγκεκριμένο κώδικα ηθικής. Ό,τι έμαθα, το έμαθα από την οικογενειά μου. Οι γονείς μου ήταν ακόμη πιο ηθικοί από μένα. Ο πατέρας μου, φιλόλογος και αυτός, δεν έκανε ποτέ του ιδιαίτερο μάθημα από τότε που διορίστηκε. Όταν τον ρωτούσαν γιατί, έλεγε «εγώ δεν θέλω να τρώω τα λεφτά των αδιορίστων. Πληρώνομαι από το κράτος για να διδάσκω. Τα ιδιαίτερα είναι για τους αδιόριστους». Η μακαρίτισσα η μητέρα μου ήταν τόσο καλός άνθρωπος που αγχωνόταν και στενοχωριόταν για τα πάντα, ακόμη και όταν δεν έπρεπε. Λίγο πριν πεθάνει, με ρωτούσε «γιατί παιδί μου οι άνθρωποι είναι τόσο κακοί; γιατί σχολιάζουν, κακολογούν και εκμεταλλεύονται την καλωσύνη μου;». Η μητέρα μου πέθανε, αφού έζησε σε έναν κόσμο που την έπνιγε η συμφεροντολογία, η κακία και η εκμετάλλευση. Και πέθανε εξ αιτίας αυτού.Υπέροχος άνθρωπος. Κι όμως, ούτε αυτή, ούτε ο πατέρας μου πίστευαν σε οτιδήποτε μεταφυσικό.

Δεν μπορώ να γράψω άλλο. Δεν αντέχω πια τίποτα γύρω μου.

0 Comments:

Post a Comment

<< Home